ευάγω: Difference between revisions

From LSJ

Νέος πεφυκὼς πολλὰ χρηστὰ μάνθανε → Dum floret aetas, disce, quod scitum decet → In jungem Alter lerne viel, was brauchbar ist

Menander, Monostichoi, 373
(14)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=εὐάγω (Α)<br /> [[οδηγώ]] σωστά («ἐπὶ τὸ ἄληπτόν τε καὶ ἀόριστον εὐαχθήσεται ἡμῶν ἡ [[διάνοια]]», Γρηγ. Νύσσ.)<br /> ίσως ορθότερη [[γραφή]]: εὖ ἀχθήσεται (εὖ ἄγω).<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>άγω</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αν</i>-<i>άγω</i>, <i>κατ</i>-<i>άγω</i>)].
|mltxt=εὐάγω (Α)<br /> [[οδηγώ]] σωστά («ἐπὶ τὸ ἄληπτόν τε καὶ ἀόριστον εὐαχθήσεται ἡμῶν ἡ [[διάνοια]]», Γρηγ. Νύσσ.)<br /> ίσως ορθότερη [[γραφή]]: εὖ ἀχθήσεται (εὖ ἄγω).<br /> [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>άγω</i> ([[πρβλ]]. [[ανάγω]], [[κατάγω]])].
}}
}}

Latest revision as of 17:40, 23 August 2021

Greek Monolingual

εὐάγω (Α)
οδηγώ σωστά («ἐπὶ τὸ ἄληπτόν τε καὶ ἀόριστον εὐαχθήσεται ἡμῶν ἡ διάνοια», Γρηγ. Νύσσ.)
ίσως ορθότερη γραφή: εὖ ἀχθήσεται (εὖ ἄγω).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + άγω (πρβλ. ανάγω, κατάγω)].