ανάγω

From LSJ

τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)

Source

Greek Monolingual

ἀνάγω)
1. οδηγώ προς τα επάνω, υψώνω, ανυψώνω, ανεβάζω
2. λέγω ή υποστηρίζω πού οφείλεται κάτι, το φέρνω πίσω στην αρχή ή την αιτία του, αποδίδω, αναφέρω
νεοελλ.
1. αναφέρω, αποδίδω χρονικά
2. μεσ. ανήκω χρονικά
3. μετασχηματίζω, μετατρέπω κάτι σε άλλο ισοδύναμο ή απλούστερο
αρχ.
1. οδηγώ πλοίο από την παραλία στο πέλαγος, αποπλέω
2. οδηγώ κάποιον ή κάτι στα ανοιχτά της θάλασσας, μεταφέρω διά θαλάσσης
3. γεν. οδηγώ, μεταφέρω σε κάποιο τόπο
4. μεταφέρω από τα παράλια στην ενδοχώρα
5. βάζω το πλοίο στη θάλασσα
6. ξυπνώ, ξαναζωντανεύω, ανανεώνω
7. επαναφέρω, φέρνω πίσω
8. προάγω, προβιβάζω
9. (για χρήματα) καταθέτω, συνεισφέρω
10. ανοικοδομώ
11. βασίζομαι, στηρίζομαι,
12. μετρώ, λογαριάζω, υπολογίζω
13. βγάζω από το στόμα
14. σύρω, τραβώ γραμμές
15. οδηγώ συλληφθέντα για ανάκριση
16. στέλνω να δει, παραπέμπω
17. φέρνω κάποιον συλλογισμό σε άλλο σχήμα
18. μετατρέπω ένα επιχείρημα σε συλλογισμό
19. κάνω καταγγελία, καταγγέλλω
20. (στη Δικαν.) επιστρέφω δούλο που πουλήθηκε με αναποκάλυπτο ελάττωμα ή ατέλεια
21. (αμτβ.) υποχωρώ, οπισθοχωρώ
22. (μέσ. και παθ.) α) ανοίγομαι στο πέλαγος, αποπλέω
β) μτφ. ετοιμάζομαι, προετοιμάζομαι,
23. φρ. «ἀνάγω εἰς φάος», φέρνω στο φως, αποκαλύπτω, «ἀνάγω ἐπί πόδα», υποχωρώ με το πρόσωπο προς τους εχθρούς
«ἀνάγω θυσίαν», θυσιάζω
«ἀνάγω μηρυκισμόν», μηρυκάζω, αναχαράζω
«ἀνάγω ναῡν», βάζω το πλοίο στη θάλασσα
«ἀνάγω ὀδόντας», βγάζω δόντια
«ἀνάγω ὀρτήν», πανηγυρίζω, εορτάζω
«ἀνάγω φάλαγγα», αναπτύσσω φάλαγγα σε σχηματισμό
«ἀνάγω χορόν», σέρνω τον χορό
«φάρμακα ἀνάγοντα», αποχρεμπτικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν(α)- + ἄγω. ΠΑΡ αναγωγή
αρχ.-μσν.
ἀναγωγός
νεοελλ.
ανάγουσα].