ευχαλίνωτος: Difference between revisions
From LSJ
ἐν ὀνόματι τῆς ἁγίας καὶ ὁμοουσίου καὶ ἀδιαιρέτου Τριάδος → in the name of the Holy and Consubstantial and Indivisible Trinity
(15) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[εὐχαλίνωτος]], -ον (Α)<br />αυτός που συγκρατείται καλά, που [[είναι]] καλά χαλιναγωγημένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>χαλινωτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χαλινώ]]), | |mltxt=[[εὐχαλίνωτος]], -ον (Α)<br />αυτός που συγκρατείται καλά, που [[είναι]] καλά χαλιναγωγημένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>χαλινωτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χαλινώ]]), [[πρβλ]]. [[αχαλίνωτος]], [[δυσχαλίνωτος]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 17:40, 23 August 2021
Greek Monolingual
εὐχαλίνωτος, -ον (Α)
αυτός που συγκρατείται καλά, που είναι καλά χαλιναγωγημένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -χαλινωτος (< χαλινώ), πρβλ. αχαλίνωτος, δυσχαλίνωτος].