εὐχαλίνωτος

From LSJ

Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist

Menander, Monostichoi, 278
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐχαλῑνωτος Medium diacritics: εὐχαλίνωτος Low diacritics: ευχαλίνωτος Capitals: ΕΥΧΑΛΙΝΩΤΟΣ
Transliteration A: euchalínōtos Transliteration B: euchalinōtos Transliteration C: efchalinotos Beta Code: eu)xali/nwtos

English (LSJ)

ον, (> χαλινόω) = εὐχάλινος (well-bridled), Hdn. Epim. 178.

German (Pape)

[Seite 1108] gut gezäumt, gut, leicht zu zäumen, Hdn. Epimer. p. 178, Erkl. von εὔφιμος.

Greek (Liddell-Scott)

εὐχᾰλίνωτος: -ον, (χαλῑνόω) ὁ καλῶς κεχαλινωμένος, Ἡρῳδιαν. Ἐπιμ. σ. 178.

Greek Monolingual

εὐχαλίνωτος, -ον (Α)
αυτός που συγκρατείται καλά, που είναι καλά χαλιναγωγημένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -χαλινωτος (< χαλινώ), πρβλ. αχαλίνωτος, δυσχαλίνωτος].