ηλιόφωτος: Difference between revisions

From LSJ

τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind

Source
(16)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο<br /><b>1.</b> αυτός που φωτίζεται από τον ήλιο<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ηλιόφωτο</i><br />το φως του ήλιου, το [[ηλιόφως]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ηλιο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>φωτος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>φως</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>λειψί</i>-<i>φωτος</i>, <i>πολύ</i>-<i>φωτος</i>].
|mltxt=-η, -ο<br /><b>1.</b> αυτός που φωτίζεται από τον ήλιο<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ηλιόφωτο</i><br />το φως του ήλιου, το [[ηλιόφως]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ηλιο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>φωτος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>φως</i>), [[πρβλ]]. [[λειψίφωτος]], [[πολύφωτος]]].
}}
}}

Latest revision as of 17:45, 23 August 2021

Greek Monolingual

-η, -ο
1. αυτός που φωτίζεται από τον ήλιο
2. το ουδ. ως ουσ. το ηλιόφωτο
το φως του ήλιου, το ηλιόφως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο- + -φωτος (< φως), πρβλ. λειψίφωτος, πολύφωτος].