ημιπύρωτος: Difference between revisions

From LSJ

αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἡμιπύρωτος]], -ον (Α)<br />ο [[κατά]] το ήμισυ πυρωμένος, ο εν μέρει καμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>πυρωτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πυρώ]]), [[πρβλ]]. <i>ανεκ</i>-<i>πύρωτος</i>, <i>α</i>-<i>πύρωτος</i>].
|mltxt=[[ἡμιπύρωτος]], -ον (Α)<br />ο [[κατά]] το ήμισυ πυρωμένος, ο εν μέρει καμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>πυρωτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πυρώ]]), [[πρβλ]]. [[ανεκπύρωτος]], [[απύρωτος]]].
}}
}}

Latest revision as of 17:50, 23 August 2021

Greek Monolingual

ἡμιπύρωτος, -ον (Α)
ο κατά το ήμισυ πυρωμένος, ο εν μέρει καμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -πυρωτος (< πυρώ), πρβλ. ανεκπύρωτος, απύρωτος].