θεμιτουργός: Difference between revisions

From LSJ

Σοφῷ παρ' ἀνδρὶ (Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς) πρῶτος εὑρέθη λόγος → Apud sapientem inventa est ratio primitus → Bei einem weisen Mann fand man zuerst Vernunft

Menander, Monostichoi, 487
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θεμιτουργός]], -όν (Μ)<br />αυτός που πράττει ή υπερασπίζεται το [[δίκαιο]], [[επιτηρητής]] της τηρήσεως του δικαίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θέμις]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[έργο]]), [[πρβλ]]. <i>μελισσ</i>-<i>ουργός</i>, <i>υπ</i>-<i>ουργός</i>].
|mltxt=[[θεμιτουργός]], -όν (Μ)<br />αυτός που πράττει ή υπερασπίζεται το [[δίκαιο]], [[επιτηρητής]] της τηρήσεως του δικαίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θέμις]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[έργο]]), [[πρβλ]]. [[μελισσουργός]], [[υπουργός]]].
}}
}}

Latest revision as of 17:50, 23 August 2021

Greek (Liddell-Scott)

θεμῐτουργός: -όν, ὁ πράττων τὸ δίκαιον, Ἰω. Διακ. ἐν Ἡο. σ. 458 Gaisf.

Greek Monolingual

θεμιτουργός, -όν (Μ)
αυτός που πράττει ή υπερασπίζεται το δίκαιο, επιτηρητής της τηρήσεως του δικαίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θέμις (Ι) + -ουργός (< έργο), πρβλ. μελισσουργός, υπουργός].