ιαμβύλος: Difference between revisions
From LSJ
Νόμιζε γήμας δοῦλος εἶναι διὰ βίου → Uxore ducta vivere ut servus para → Nimm eine Frau und sei ihr Knecht ein Leben lang
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10") |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἰαμβύλος]] και [[ἰάμβηλος]], ὁ (Α)<br />[[λοιδορητικός]], [[σκωπτικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ίαμβος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>υλος</i> ([[πρβλ]]. | |mltxt=[[ἰαμβύλος]] και [[ἰάμβηλος]], ὁ (Α)<br />[[λοιδορητικός]], [[σκωπτικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ίαμβος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>υλος</i> ([[πρβλ]]. [[στρογγύλος]], [[στωμύλος]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 18:00, 23 August 2021
Greek Monolingual
ἰαμβύλος και ἰάμβηλος, ὁ (Α)
λοιδορητικός, σκωπτικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ίαμβος + κατάλ. -υλος (πρβλ. στρογγύλος, στωμύλος)].