ισόβιος: Difference between revisions
From LSJ
Ὅτι οὐδὲν ἧττον τὰ αὐτὰ ποιήσουσι, κἂν σὺ διαρραγῇς → You may break your heart, but men will still go on as before
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10") |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο (Α [[ἰσόβιος]], -ον)<br />αυτός που διαρκεί σε όλη τη ζωή («ισόβια [[δεσμά]]» — [[ποινή]] [[κατά]] την οποία ο καταδικασμένος μένει στη [[φυλακή]] για όλη του τη ζωή). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ισοβίως</i> και <i>ισόβια</i><br />εφ' όρου ζωής, καθ' όλη τη [[διάρκεια]] του βίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>βιος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βίος]]), [[πρβλ]]. | |mltxt=-α, -ο (Α [[ἰσόβιος]], -ον)<br />αυτός που διαρκεί σε όλη τη ζωή («ισόβια [[δεσμά]]» — [[ποινή]] [[κατά]] την οποία ο καταδικασμένος μένει στη [[φυλακή]] για όλη του τη ζωή). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ισοβίως</i> και <i>ισόβια</i><br />εφ' όρου ζωής, καθ' όλη τη [[διάρκεια]] του βίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>βιος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βίος]]), [[πρβλ]]. [[αργυρόβιος]], [[ηδύβιος]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 18:08, 23 August 2021
Greek Monolingual
-α, -ο (Α ἰσόβιος, -ον)
αυτός που διαρκεί σε όλη τη ζωή («ισόβια δεσμά» — ποινή κατά την οποία ο καταδικασμένος μένει στη φυλακή για όλη του τη ζωή).
επίρρ...
ισοβίως και ισόβια
εφ' όρου ζωής, καθ' όλη τη διάρκεια του βίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -βιος (< βίος), πρβλ. αργυρόβιος, ηδύβιος].