κλεψίλογος: Difference between revisions
From LSJ
Ἡ δ' ἐμὴ ψυχὴ πάλαι τέθνηκεν, ὥστε τοῖς θανοῦσιν ὠφελεῖν → My soul died long ago so that I could give some help to the dead
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10") |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ο (Α [[κλεψίλογος]], -ον)<br />αυτός που χρησιμοποιεί, που ιδιοποιείται λέξεις ή φράσεις άλλων, [[λογοκλόπος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κλέψι</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[κλέπτω]]) <span style="color: red;">+</span> -[[λόγος]] (<span style="color: red;"><</span> [[λόγος]]), [[πρβλ]]. | |mltxt=-ο (Α [[κλεψίλογος]], -ον)<br />αυτός που χρησιμοποιεί, που ιδιοποιείται λέξεις ή φράσεις άλλων, [[λογοκλόπος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κλέψι</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[κλέπτω]]) <span style="color: red;">+</span> -[[λόγος]] (<span style="color: red;"><</span> [[λόγος]]), [[πρβλ]]. [[ευρησίλογος]], [[λυπησίλογος]]. Σύνθ. του τύπου <i>τερψί</i>-<i>μβροτος</i>]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 18:30, 23 August 2021
Greek Monolingual
-ο (Α κλεψίλογος, -ον)
αυτός που χρησιμοποιεί, που ιδιοποιείται λέξεις ή φράσεις άλλων, λογοκλόπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλέψι- (< κλέπτω) + -λόγος (< λόγος), πρβλ. ευρησίλογος, λυπησίλογος. Σύνθ. του τύπου τερψί-μβροτος].