κοψοχείλης: Difference between revisions
From LSJ
ἄλλος Ἡρακλῆς, ἄλλος αὐτός → close friendship, close friend, another Hercules—another self, another Heracles—another self
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10") |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, θηλ. κοψοχείλα<br />αυτός που έχει κομμένο το [[χείλος]] του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κοψ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>χείλης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χείλος]]), [[πρβλ]]. | |mltxt=ο, θηλ. κοψοχείλα<br />αυτός που έχει κομμένο το [[χείλος]] του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κοψ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>χείλης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χείλος]]), [[πρβλ]]. [[σφιχτοχείλης]], [[χοντροχείλης]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 18:37, 23 August 2021
Greek Monolingual
ο, θηλ. κοψοχείλα
αυτός που έχει κομμένο το χείλος του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοψ(ο)- + -χείλης (< χείλος), πρβλ. σφιχτοχείλης, χοντροχείλης].