Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

λεμβάδιον: Difference between revisions

From LSJ

Λυπεῖ με δοῦλος δεσπότου μεῖζον φρονῶν → Servus molestu'st supra herum sese efferens → Ein Ärgernis: ein Sklave stolzer als sein Herr

Menander, Monostichoi, 323
(6_22)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''λεμβάδιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[λέμβος]], Βυζ. λέξ., Λοβ. Φρύν. 74.
|lstext='''λεμβάδιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[λέμβος]], Βυζ. λέξ., Λοβ. Φρύν. 74.
}}
{{grml
|mltxt=[[λεμβάδιον]], τὸ (Μ)<br />μικρή [[λέμβος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λέμβος]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>άδιον</i> ([[πρβλ]]. [[κηπάδιον]], [[κρεάδιον]])].
}}
}}

Latest revision as of 18:50, 23 August 2021

German (Pape)

[Seite 28] τό, dim. von λέμβος, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

λεμβάδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ λέμβος, Βυζ. λέξ., Λοβ. Φρύν. 74.

Greek Monolingual

λεμβάδιον, τὸ (Μ)
μικρή λέμβος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λέμβος + υποκορ. κατάλ. -άδιον (πρβλ. κηπάδιον, κρεάδιον)].