κρινόεις: Difference between revisions

From LSJ

Ζῶμεν πρὸς αὐτὴν τὴν τύχην οἱ σώφρονες → Fortunae arbitrio nos modesti vivimus → Wir Weise leben mit dem Ziel des Glücks allein

Menander, Monostichoi, 189
(21)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=κρινόεις
|Medium diacritics=κρινόεις
|Low diacritics=κρινόεις
|Capitals=ΚΡΙΝΟΕΙΣ
|Transliteration A=krinóeis
|Transliteration B=krinoeis
|Transliteration C=krinoeis
|Beta Code=krino/eis
|Definition=[[εσσα]], εν, [[like a lily]], [[κεραυνός]] [[dubious|dub.]] cj. in ''Supp.Epigr.'' 4.386 (Panamara).
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κρῐνόεις''': εσσα, εν, ἀνήκων εἰς τὴν ὄρχησιν [[κρίνον]] (ΙΙ), Σχολ. εἰς Ἰλ. Χ. 391.
|lstext='''κρῐνόεις''': εσσα, εν, ἀνήκων εἰς τὴν ὄρχησιν [[κρίνον]] (ΙΙ), Σχολ. εἰς Ἰλ. Χ. 391.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κρινόεις]], -εσσα, -εν (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει το [[χρώμα]] του κρίνου, [[λευκός]]<br /><b>2.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[είδος]] χορικής ορχήσεως [[κρίνον]]<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[κρινόεις]]<br />όνομα ενός από τους Ιδαίους Δακτύλους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κρίνον]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -(<i>ό</i>)<i>εις</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>καμπυλ</i>-<i>όεις</i>, <i>κυκλ</i>-<i>όεις</i>)].
|mltxt=[[κρινόεις]], -εσσα, -εν (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει το [[χρώμα]] του κρίνου, [[λευκός]]<br /><b>2.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[είδος]] χορικής ορχήσεως [[κρίνον]]<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[κρινόεις]]<br />όνομα ενός από τους Ιδαίους Δακτύλους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κρίνον]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -(<i>ό</i>)<i>εις</i> ([[πρβλ]]. [[καμπυλόεις]], [[κυκλόεις]])].
}}
}}

Latest revision as of 18:50, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρινόεις Medium diacritics: κρινόεις Low diacritics: κρινόεις Capitals: ΚΡΙΝΟΕΙΣ
Transliteration A: krinóeis Transliteration B: krinoeis Transliteration C: krinoeis Beta Code: krino/eis

English (LSJ)

εσσα, εν, like a lily, κεραυνός dub. cj. in Supp.Epigr. 4.386 (Panamara).

Greek (Liddell-Scott)

κρῐνόεις: εσσα, εν, ἀνήκων εἰς τὴν ὄρχησιν κρίνον (ΙΙ), Σχολ. εἰς Ἰλ. Χ. 391.

Greek Monolingual

κρινόεις, -εσσα, -εν (Α)
1. αυτός που έχει το χρώμα του κρίνου, λευκός
2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο είδος χορικής ορχήσεως κρίνον
3. το αρσ. ως ουσ.κρινόεις
όνομα ενός από τους Ιδαίους Δακτύλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρίνον + επίθημα -(ό)εις (πρβλ. καμπυλόεις, κυκλόεις)].