κρινόεις: Difference between revisions
From LSJ
Ζῶμεν πρὸς αὐτὴν τὴν τύχην οἱ σώφρονες → Fortunae arbitrio nos modesti vivimus → Wir Weise leben mit dem Ziel des Glücks allein
(21) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ2 | |||
|Full diacritics=κρινόεις | |||
|Medium diacritics=κρινόεις | |||
|Low diacritics=κρινόεις | |||
|Capitals=ΚΡΙΝΟΕΙΣ | |||
|Transliteration A=krinóeis | |||
|Transliteration B=krinoeis | |||
|Transliteration C=krinoeis | |||
|Beta Code=krino/eis | |||
|Definition=[[εσσα]], εν, [[like a lily]], [[κεραυνός]] [[dubious|dub.]] cj. in ''Supp.Epigr.'' 4.386 (Panamara). | |||
}} | |||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κρῐνόεις''': εσσα, εν, ἀνήκων εἰς τὴν ὄρχησιν [[κρίνον]] (ΙΙ), Σχολ. εἰς Ἰλ. Χ. 391. | |lstext='''κρῐνόεις''': εσσα, εν, ἀνήκων εἰς τὴν ὄρχησιν [[κρίνον]] (ΙΙ), Σχολ. εἰς Ἰλ. Χ. 391. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κρινόεις]], -εσσα, -εν (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει το [[χρώμα]] του κρίνου, [[λευκός]]<br /><b>2.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[είδος]] χορικής ορχήσεως [[κρίνον]]<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b | |mltxt=[[κρινόεις]], -εσσα, -εν (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει το [[χρώμα]] του κρίνου, [[λευκός]]<br /><b>2.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[είδος]] χορικής ορχήσεως [[κρίνον]]<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[κρινόεις]]<br />όνομα ενός από τους Ιδαίους Δακτύλους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κρίνον]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -(<i>ό</i>)<i>εις</i> ([[πρβλ]]. [[καμπυλόεις]], [[κυκλόεις]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 18:50, 23 August 2021
English (LSJ)
εσσα, εν, like a lily, κεραυνός dub. cj. in Supp.Epigr. 4.386 (Panamara).
Greek (Liddell-Scott)
κρῐνόεις: εσσα, εν, ἀνήκων εἰς τὴν ὄρχησιν κρίνον (ΙΙ), Σχολ. εἰς Ἰλ. Χ. 391.
Greek Monolingual
κρινόεις, -εσσα, -εν (Α)
1. αυτός που έχει το χρώμα του κρίνου, λευκός
2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο είδος χορικής ορχήσεως κρίνον
3. το αρσ. ως ουσ. ὁ κρινόεις
όνομα ενός από τους Ιδαίους Δακτύλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρίνον + επίθημα -(ό)εις (πρβλ. καμπυλόεις, κυκλόεις)].