κρινόεις: Difference between revisions

From LSJ

ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα καὶ σκιὰ μόνον → human being is only a breath and a shadow, man is but a breath and a shadow

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κρινόεις]], -εσσα, -εν (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει το [[χρώμα]] του κρίνου, [[λευκός]]<br /><b>2.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[είδος]] χορικής ορχήσεως [[κρίνον]]<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[κρινόεις]]<br />όνομα ενός από τους Ιδαίους Δακτύλους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κρίνον]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -(<i>ό</i>)<i>εις</i> ([[πρβλ]]. <i>καμπυλ</i>-<i>όεις</i>, <i>κυκλ</i>-<i>όεις</i>)].
|mltxt=[[κρινόεις]], -εσσα, -εν (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει το [[χρώμα]] του κρίνου, [[λευκός]]<br /><b>2.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[είδος]] χορικής ορχήσεως [[κρίνον]]<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[κρινόεις]]<br />όνομα ενός από τους Ιδαίους Δακτύλους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κρίνον]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -(<i>ό</i>)<i>εις</i> ([[πρβλ]]. [[καμπυλόεις]], [[κυκλόεις]])].
}}
}}

Latest revision as of 18:50, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρινόεις Medium diacritics: κρινόεις Low diacritics: κρινόεις Capitals: ΚΡΙΝΟΕΙΣ
Transliteration A: krinóeis Transliteration B: krinoeis Transliteration C: krinoeis Beta Code: krino/eis

English (LSJ)

εσσα, εν, like a lily, κεραυνός dub. cj. in Supp.Epigr. 4.386 (Panamara).

Greek (Liddell-Scott)

κρῐνόεις: εσσα, εν, ἀνήκων εἰς τὴν ὄρχησιν κρίνον (ΙΙ), Σχολ. εἰς Ἰλ. Χ. 391.

Greek Monolingual

κρινόεις, -εσσα, -εν (Α)
1. αυτός που έχει το χρώμα του κρίνου, λευκός
2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο είδος χορικής ορχήσεως κρίνον
3. το αρσ. ως ουσ.κρινόεις
όνομα ενός από τους Ιδαίους Δακτύλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρίνον + επίθημα -(ό)εις (πρβλ. καμπυλόεις, κυκλόεις)].