μολυβδιώ: Difference between revisions

From LSJ

Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=μολυβδιῶ, -άω (Α)<br />έχω το [[χρώμα]] του μολύβδου («μολυβδιᾷς ὑπὸ νόσου», Κωμ. αδέσπ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μόλυβδος]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ιάω</i>, -<i>ώ</i>, που δηλώνει [[ασθένεια]] ([[πρβλ]]. <i>κυρτ</i>-<i>ιώ</i>, <i>λεοντ</i>-<i>ιώ</i>)].
|mltxt=μολυβδιῶ, -άω (Α)<br />έχω το [[χρώμα]] του μολύβδου («μολυβδιᾷς ὑπὸ νόσου», Κωμ. αδέσπ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μόλυβδος]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ιάω</i>, -<i>ώ</i>, που δηλώνει [[ασθένεια]] ([[πρβλ]]. [[κυρτιώ]], [[λεοντιώ]])].
}}
}}

Latest revision as of 19:00, 23 August 2021

Greek Monolingual

μολυβδιῶ, -άω (Α)
έχω το χρώμα του μολύβδου («μολυβδιᾷς ὑπὸ νόσου», Κωμ. αδέσπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μόλυβδος + επίθημα -ιάω, -ώ, που δηλώνει ασθένεια (πρβλ. κυρτιώ, λεοντιώ)].