λιπουργός: Difference between revisions
From LSJ
Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[λιπουργός]], -όν (Α)<br />αυτός που δεν θεραπεύθηκε πλήρως, ο ατελώς, [[κακώς]] θεραπευμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <i>λιπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]]), [[πρβλ]]. | |mltxt=[[λιπουργός]], -όν (Α)<br />αυτός που δεν θεραπεύθηκε πλήρως, ο ατελώς, [[κακώς]] θεραπευμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <i>λιπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]]), [[πρβλ]]. [[αγαθουργός]], [[θεουργός]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 19:03, 23 August 2021
English (LSJ)
όν, A badly healed, Heras ap.Gal.13.815:—hence λῐπουργ-ία, ἡ, Asclep.ib.525, Heras ib.546.
Greek Monolingual
λιπουργός, -όν (Α)
αυτός που δεν θεραπεύθηκε πλήρως, ο ατελώς, κακώς θεραπευμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. λιπ(ο)- + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. αγαθουργός, θεουργός].