ἡλοειδής: Difference between revisions

From LSJ

ἐκ Χάεος δ' Ἔρεβός τε μέλαινά τε Νὺξ ἐγένοντο... (Hesiod's Theogony 123) → From Chasm, Erebos and black Night came to be...

Source
(6_7)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἡλοειδής''': -ές, [[ὅμοιος]] ἥλῳ. [[Πολυδ]].
|lstext='''ἡλοειδής''': -ές, [[ὅμοιος]] ἥλῳ. Πολυδ.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἡλοειδής]], -ές (Α)<br />όμοιος με [[καρφί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ήλος]] «[[καρφί]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[είδος]]), [[πρβλ]]. [[ρομβοειδής]], [[σφαιροειδής]]].
}}
}}

Latest revision as of 19:10, 23 August 2021

German (Pape)

[Seite 1163] ές, nagelartig, nagelförmig, Poll.

Greek (Liddell-Scott)

ἡλοειδής: -ές, ὅμοιος ἥλῳ. Πολυδ.

Greek Monolingual

ἡλοειδής, -ές (Α)
όμοιος με καρφί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήλος «καρφί» + -ειδής (< είδος), πρβλ. ρομβοειδής, σφαιροειδής].