μοσχάρα: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
(25)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μοσχάρα]] και μουσκάρα, ἡ (Μ)<br />μεγάλο θηλυκό [[μοσχάρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μοσχάριον]] <span style="color: red;">+</span> μεγεθ. κατάλ. -<i>άρα</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>κοιλ</i>-<i>άρα</i>, <i>μουλ</i>-<i>άρα</i>)].
|mltxt=[[μοσχάρα]] και μουσκάρα, ἡ (Μ)<br />μεγάλο θηλυκό [[μοσχάρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μοσχάριον]] <span style="color: red;">+</span> μεγεθ. κατάλ. -<i>άρα</i> ([[πρβλ]]. [[κοιλάρα]], [[μουλάρα]])].
}}
}}

Latest revision as of 19:17, 23 August 2021

Greek Monolingual

μοσχάρα και μουσκάρα, ἡ (Μ)
μεγάλο θηλυκό μοσχάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοσχάριον + μεγεθ. κατάλ. -άρα (πρβλ. κοιλάρα, μουλάρα)].