μουλάρα

From LSJ

τραχὺς ἐντεῦθεν μελάμπυγός τε τοῖς ἐχθροῖς ἅπασιν → he is a tough black-arse towards his enemies, he is a veritable Heracles towards his enemies

Source

Greek Monolingual

η
1. μεγεθ. του μούλα
2. μτφ. (με υβριστική σημ.) α) γυναίκα χοντροφτειαγμένη ή γυναίκα με χοντρούς τρόπους, άξεστη
β) γυναίκα αναίσθητη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μουλάρι + μεγεθ. κατάλ. -α (πρβλ. μοσχάρι: μοσχάρα, μουστάκι: μουστάκα)].