μουλάρα

From LSJ

Σοφία δὲ πλούτου κτῆμα τιμιώτερον → Pretiosior res opipus est sapientia → Die Weisheit ist mehr wert als Säcke voller Geld

Menander, Monostichoi, 482

Greek Monolingual

η
1. μεγεθ. του μούλα
2. μτφ. (με υβριστική σημ.) α) γυναίκα χοντροφτειαγμένη ή γυναίκα με χοντρούς τρόπους, άξεστη
β) γυναίκα αναίσθητη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μουλάρι + μεγεθ. κατάλ. -α (πρβλ. μοσχάρι: μοσχάρα, μουστάκι: μουστάκα)].