θηριοφόνος: Difference between revisions

From LSJ

Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θηριοφόνος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που σκοτώνει ή έχει σκοτώσει θηρία<br /><b>2.</b> [[κυνηγός]] θηρίων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θηρίο]] <span style="color: red;">+</span> -[[φόνος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φόνος]]), [[πρβλ]]. <i>δολο</i>-[[φόνος]], <i>ταυρο</i>-[[φόνος]].
|mltxt=[[θηριοφόνος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που σκοτώνει ή έχει σκοτώσει θηρία<br /><b>2.</b> [[κυνηγός]] θηρίων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θηρίο]] <span style="color: red;">+</span> -[[φόνος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φόνος]]), [[πρβλ]]. [[δολοφόνος]], [[ταυροφόνος]].
}}
}}

Latest revision as of 07:29, 24 August 2021

Greek Monolingual

θηριοφόνος, -ον (Α)
1. αυτός που σκοτώνει ή έχει σκοτώσει θηρία
2. κυνηγός θηρίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηρίο + -φόνος (< φόνος), πρβλ. δολοφόνος, ταυροφόνος.