ταυροφόνος
πολιόν τε δάκρυον ἐκβάλλω → let fall the tear from my old eyes, let fall an old man's tear
English (LSJ)
ταυροφόνον, = ταυροσφάγος, τριετηρίς Pi.N.6.40; δόρπα AP11.60 (Paul. Sil.); τ. λέων BCH21.599 (Delph., iv B.C.), Orph.H.14.2; f.l. in Theoc.17.20.
German (Pape)
[Seite 1074] Stiere tödtend; τριετηρίς, Pind. N. 6, 41, bei welchem Feste Stiere geschlachtet werden; Herakles, Theocr. 17, 20; θήρ, Antp. Sid. 27 (VI, 219).
Russian (Dvoretsky)
ταυροφόνος: умерщвляющий быков (τριετηρίς Pind.; θήρ Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ταυροφόνος: -ον, = ταυροσφάγος, τριετηρὶς Πινδ. Ν. 6. 69 δόρπα Ἀνθ. Π. 11· 60 ἐπίθ. τοῦ Ἡρακλέους, Θεόκρ. 17. 20· τ. λέων Ὀρφ. Ὕμν. 14. 2.
English (Slater)
ταυροφόνος, -ον bull sacrificing ἐν ἀμφικτιόνων ταυροφόνῳ τριετηρίδι (at the Isthmian Games) (N. 6.40)
Greek Monolingual
-ον, Α
1. αυτός ο οποίος φονεύει ταύρους
2. προσωνυμία του Ηρακλέους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος + -φόνος (< φόνος < θείνω «σκοτώνω»), πρβλ. καπροφόνος.
Greek Monotonic
ταυροφόνος: -ον = ταυροσφάγος, σε Πίνδ., Θεόκρ. κ.λπ.
Middle Liddell
ταυρο-φόνος, ον, = ταυροσφάγος, Pind., Theocr., etc.]