ικέτης: Difference between revisions
From LSJ
ὀδοῦσι καὶ ὄνυξι καὶ πάσῃ μηχανῇ → tooth and nail | tooth, fang, and claw | in every possible way | by hook or by crook
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10") |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, θηλ. ικέτιδα και [[ικέτις]] (ΑΜ [[ἱκέτης]], θηλ. [[ἱκέτις]], -ιδος)<br />αυτός που κατάφεύγει σε κάποιον και ζητά [[βοήθεια]] και [[προστασία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που παρακαλεί θερμά κάποιον, αυτός που εκλιπαρεί<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που παρακαλεί να εξαγνιστεί από κάποιο φόνο τον οποίο έχει διαπράξει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ἱκ</i>- τών ρ. <i>ἵκω</i>, <i>ἱκνοῦμαι</i> «[[φτάνω]], [[πετυχαίνω]] τον στόχο μου» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[έτης]] ([[πρβλ]]. | |mltxt=ο, θηλ. ικέτιδα και [[ικέτις]] (ΑΜ [[ἱκέτης]], θηλ. [[ἱκέτις]], -ιδος)<br />αυτός που κατάφεύγει σε κάποιον και ζητά [[βοήθεια]] και [[προστασία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που παρακαλεί θερμά κάποιον, αυτός που εκλιπαρεί<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που παρακαλεί να εξαγνιστεί από κάποιο φόνο τον οποίο έχει διαπράξει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ἱκ</i>- τών ρ. <i>ἵκω</i>, <i>ἱκνοῦμαι</i> «[[φτάνω]], [[πετυχαίνω]] τον στόχο μου» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[έτης]] ([[πρβλ]]. [[ηχέτης]], [[οικέτης]]). Ο τ. μαρτυρείται στη μυκηναϊκή με τη [[μορφή]] <i>iketa</i>, ενώ απ' αυτόν δημιουργήθηκαν ανθρωπωνύμια όπως: <i>Ἱκετάων</i>, <i>Ἱκέτυλλος</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ικέσιος]], [[ικετεύω]], [[ικετήριος]], [[ικετικός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ικετήσιος]], [[ικετώσυνος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ικεταδόκος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ικετοδόχος]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 07:30, 24 August 2021
Greek Monolingual
ο, θηλ. ικέτιδα και ικέτις (ΑΜ ἱκέτης, θηλ. ἱκέτις, -ιδος)
αυτός που κατάφεύγει σε κάποιον και ζητά βοήθεια και προστασία
νεοελλ.
αυτός που παρακαλεί θερμά κάποιον, αυτός που εκλιπαρεί
αρχ.
αυτός που παρακαλεί να εξαγνιστεί από κάποιο φόνο τον οποίο έχει διαπράξει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ἱκ- τών ρ. ἵκω, ἱκνοῦμαι «φτάνω, πετυχαίνω τον στόχο μου» + κατάλ. -έτης (πρβλ. ηχέτης, οικέτης). Ο τ. μαρτυρείται στη μυκηναϊκή με τη μορφή iketa, ενώ απ' αυτόν δημιουργήθηκαν ανθρωπωνύμια όπως: Ἱκετάων, Ἱκέτυλλος.
ΠΑΡ. ικέσιος, ικετεύω, ικετήριος, ικετικός
αρχ.
ικετήσιος, ικετώσυνος.
ΣΥΝΘ. αρχ. ικεταδόκος
μσν.
ικετοδόχος].