Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ηχέτης

From LSJ

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3

Greek Monolingual

ἠχέτης και επικ. τ. ήχέτα και δωρ. τ. άχέτα, ό (Α)
1. αυτός που παράγει καθαρό ισχυρό ήχο, βουερός, ηχηρός
2. καλλίφωνος, οξύφωνος
3. ως επίθ. φρ. «ἠχέτα τέττιξ» — ο θορυβώδης τζίτζικας, που τερετίζει (Ησίοδ.)
4. (ως ουσ. κατά παράλ. του τέττιξ) ο αρσενικός τζίτζικας («ἡνίκ' ἄν ἀχέτας ᾄδη τὸν ἡδὺν νόμον», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ρ. ηχώηχή) + κατάλ. -έτης (πρβλ. ευνέτης, οφειλέτης)].