καρχηδονιακός: Difference between revisions

From LSJ

ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα σαρκί χρώμενον → a human is a spirit furnished with flesh

Source
(19)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[καρχηδονικός]], -ή, -ό (Α [[καρχηδονιακός]], -ή, -όν)<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην αρχαία [[πόλη]] Καρχηδόνα («ο [[πρώτος]] [[καρχηδονιακός]] [[πόλεμος]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[Καρχηδών]], -<i>όνος</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ιακός]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>κυπρ</i>-[[ιακός]], <i>συρ</i>-[[ιακός]])].
|mltxt=και [[καρχηδονικός]], -ή, -ό (Α [[καρχηδονιακός]], -ή, -όν)<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην αρχαία [[πόλη]] Καρχηδόνα («ο [[πρώτος]] [[καρχηδονιακός]] [[πόλεμος]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[Καρχηδών]], -<i>όνος</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ιακός]] ([[πρβλ]]. [[κυπριακός]], [[συριακός]])].
}}
}}

Latest revision as of 07:35, 24 August 2021

Greek Monolingual

και καρχηδονικός, -ή, -ό (Α καρχηδονιακός, -ή, -όν)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην αρχαία πόλη Καρχηδόνα («ο πρώτος καρχηδονιακός πόλεμος»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < Καρχηδών, -όνος + κατάλ. -ιακός (πρβλ. κυπριακός, συριακός)].