κραταιόχειρ: Difference between revisions
From LSJ
Ὡς τῶν ἐχόντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Opulento amicos, quos volunt, omnes habent → Wie sehr sind doch den Reichen alle Menschen Freund
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κραταιόχειρ]], -ειρος, ὁ, ἡ (Α)<br />αυτός που έχει [[δυνατά]] χέρια, [[κραταιός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κραταιός]] <span style="color: red;">+</span> [[χείρ]], <i>χειρός</i> (<i>ἡ</i>), [[πρβλ]]. | |mltxt=[[κραταιόχειρ]], -ειρος, ὁ, ἡ (Α)<br />αυτός που έχει [[δυνατά]] χέρια, [[κραταιός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κραταιός]] <span style="color: red;">+</span> [[χείρ]], <i>χειρός</i> (<i>ἡ</i>), [[πρβλ]]. [[αριστερόχειρ]], [[μονόχειρ]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 07:50, 24 August 2021
English (LSJ)
χειρος, ὁ, ἡ, A mighty of hand, Ath.Mitt.24.257 (Thrace).
Greek (Liddell-Scott)
κραταιόχειρ: χειρος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων κραταιὰν χεῖρα, κυρίως καὶ μεταφ., Κ. Μανασσ. Χρον. 27, 77.
Greek Monolingual
κραταιόχειρ, -ειρος, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που έχει δυνατά χέρια, κραταιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κραταιός + χείρ, χειρός (ἡ), πρβλ. αριστερόχειρ, μονόχειρ].