λησταποδόχος: Difference between revisions

From LSJ

τίς ἐς σὸν κρᾶτ' ἐπύκτευσεν → who hit you with the fist on the head, who has been pummeling your head

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\." to "$3$5.")
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ο και λησταπόδοχος, -ο<br />αυτός που δέχεται και κρύβει ληστή ή πράγματα που προέρχονται από [[ληστεία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ληστής]] <span style="color: red;">+</span> [[αποδόχος]] (<span style="color: red;"><</span> [[αποδέχομαι]]), [[κλεπταποδόχος]]. Η λ. μαρτυρείται από το 1839 στον Αλ. Σούτσο].
|mltxt=-ο και [[λησταπόδοχος]], -ο<br />αυτός που δέχεται και κρύβει ληστή ή πράγματα που προέρχονται από [[ληστεία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ληστής]] <span style="color: red;">+</span> [[αποδόχος]] (<span style="color: red;"><</span> [[αποδέχομαι]]), [[πρβλ]]. [[κλεπταποδόχος]]. Η λ. μαρτυρείται από το 1839 στον Αλ. Σούτσο].
}}
}}

Latest revision as of 09:34, 25 August 2021

Greek Monolingual

-ο και λησταπόδοχος, -ο
αυτός που δέχεται και κρύβει ληστή ή πράγματα που προέρχονται από ληστεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ληστής + αποδόχος (< αποδέχομαι), πρβλ. κλεπταποδόχος. Η λ. μαρτυρείται από το 1839 στον Αλ. Σούτσο].