οινοχόος: Difference between revisions
From LSJ
(28) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (Α [[οἰνοχόος]])<br />(στην αρχαία [[Ελλάδα]]) [[υπηρέτης]] ο [[οποίος]] [[κατά]] τα συμπόσια κερνούσε τους συνδαιτυμόνες [[κρασί]] το οποίο αντλούσε από τον κρατήρα («τούτου τε ὁ παῑς [[οἰνοχόος]] ἦν τῷ Καμβύση», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που παρέχει, που δίνει [[κάτι]] («[[ὅταν]]... δημοκρατουμένη [[πόλις]] ἑλευθερίας διψήσασα κακῶν οἰνοχόων προστατούντων τύχῃ», <b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἶνος]] <span style="color: red;">+</span> -[[χόος]] (<span style="color: red;"><</span> <i>χέω</i>), | |mltxt=ο (Α [[οἰνοχόος]])<br />(στην αρχαία [[Ελλάδα]]) [[υπηρέτης]] ο [[οποίος]] [[κατά]] τα συμπόσια κερνούσε τους συνδαιτυμόνες [[κρασί]] το οποίο αντλούσε από τον κρατήρα («τούτου τε ὁ παῑς [[οἰνοχόος]] ἦν τῷ Καμβύση», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που παρέχει, που δίνει [[κάτι]] («[[ὅταν]]... δημοκρατουμένη [[πόλις]] ἑλευθερίας διψήσασα κακῶν οἰνοχόων προστατούντων τύχῃ», <b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἶνος]] <span style="color: red;">+</span> -[[χόος]] (<span style="color: red;"><</span> <i>χέω</i>), [[πρβλ]]. [[υδροχόος]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:15, 25 August 2021
Greek Monolingual
ο (Α οἰνοχόος)
(στην αρχαία Ελλάδα) υπηρέτης ο οποίος κατά τα συμπόσια κερνούσε τους συνδαιτυμόνες κρασί το οποίο αντλούσε από τον κρατήρα («τούτου τε ὁ παῑς οἰνοχόος ἦν τῷ Καμβύση», Ηρόδ.)
αρχ.
αυτός που παρέχει, που δίνει κάτι («ὅταν... δημοκρατουμένη πόλις ἑλευθερίας διψήσασα κακῶν οἰνοχόων προστατούντων τύχῃ», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + -χόος (< χέω), πρβλ. υδροχόος.