υδροχόος: Difference between revisions
From LSJ
πρῶτον μὲν οὖν ὄστρεια παρὰ Νηρεῖ τινι ἰδὼν γέροντι φυκί ἠμφιεσμένα ἔλαβον ἐχίνους τ' ἐστὶ γὰρ προοίμιον δείπνου χαριέντως ταῦτα πεπρυτανευμένου → So first I spotted oysters wrapped in seaweed at the shop of some old Nereus, and sea urchins, which I bought; these were the appetizers for a delightfully managed dinner
(42) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο / [[ὑδροχόος]], ΝΜΑ, και ως επίθ. [[ὑδρηχόος]] και [[ὑδρήχοος]], -ον, και συνηρ. τ. αρσ. ὑδροχοῡς, Α<br /><b>1.</b> αυτός που χύνει [[νερό]]<br /><b>2.</b> <b>ως κύριο όν.</b> (<i>ο</i>) <i>Υδροχόος</i><br />[[ονομασία]] του ενδέκατου αστερισμού του ζωδιακού κύκλου<br /><b>αρχ.</b><br />[[ονομασία]] ενός αιγυπτιακού [[μήνα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>υδρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[χόος]] (<span style="color: red;"><</span> <i>χέω</i>), | |mltxt=ο / [[ὑδροχόος]], ΝΜΑ, και ως επίθ. [[ὑδρηχόος]] και [[ὑδρήχοος]], -ον, και συνηρ. τ. αρσ. ὑδροχοῡς, Α<br /><b>1.</b> αυτός που χύνει [[νερό]]<br /><b>2.</b> <b>ως κύριο όν.</b> (<i>ο</i>) <i>Υδροχόος</i><br />[[ονομασία]] του ενδέκατου αστερισμού του ζωδιακού κύκλου<br /><b>αρχ.</b><br />[[ονομασία]] ενός αιγυπτιακού [[μήνα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>υδρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[χόος]] (<span style="color: red;"><</span> <i>χέω</i>), [[πρβλ]]. [[οινοχόος]]. | ||
}} | }} |