ἠχικός: Difference between revisions
From LSJ
ἀδύνατον καὶ οὐκ ἀνθρώπειον → not for man to attempt
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - " syll." to " syllable") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1180.png Seite 1180]] = [[ἠχετικός]], Welck. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1180.png Seite 1180]] = [[ἠχετικός]], Welck. [[syllable]] epigr. 236, 4. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 18:45, 31 August 2021
English (LSJ)
ή, όν, (ἦχος) A = ἠχητικός, of Alcaeus, ἠ. Αἰολίδης, i.e. singing in Aeolic, Epigr. ap. Sch.Pi.O.p.10D.
German (Pape)
[Seite 1180] = ἠχετικός, Welck. syllable epigr. 236, 4.
Greek (Liddell-Scott)
ἠχικός: -ή, -όν, (ἦχος) = ἠχητικός, Ἐπιγρ. ἐν Welck. Syll. 236. 4.
Greek Monolingual
ἠχικός, -ή, -όν (Α) ήχος
αυτός που παράγει ήχο, ηχητικός, αυτός που ψάλλει, μελωδός («ἠχικός Αἰολίδης» — αυτός που μελωδεί στην αιολική διάλεκτο, για τον Αλκαίο, Σχόλ. Πινδ.).