ἠχικός: Difference between revisions
From LSJ
Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)
m (Text replacement - " syll." to " syllable") |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ichikos | |Transliteration C=ichikos | ||
|Beta Code=h)xiko/s | |Beta Code=h)xiko/s | ||
|Definition=ή, όν | |Definition=ή, όν, ([[ἦχος]])<br><span class="bld">A</span> = [[ἠχητικός]], of [[Alcaeus]], ἠχικὸς [[Αἰολίδης]], i.e. [[singing]] in [[Aeolic]], Epigr. ap. Sch.Pi.O.p.10D. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἠχικός]], -ή, -όν (Α) [[ήχος]]<br />αυτός που παράγει ήχο, [[ηχητικός]], αυτός που ψάλλει, [[μελωδός]] ( | |mltxt=[[ἠχικός]], -ή, -όν (Α) [[ήχος]]<br />αυτός που παράγει ήχο, [[ηχητικός]], αυτός που ψάλλει, [[μελωδός]] («ἠχικὸς Αἰολίδης» — αυτός που μελωδεί στην αιολική διάλεκτο, για τον Αλκαίο, Σχόλ. <b>Πινδ.</b>). | ||
}} | }} |
Revision as of 08:25, 2 September 2021
English (LSJ)
ή, όν, (ἦχος)
A = ἠχητικός, of Alcaeus, ἠχικὸς Αἰολίδης, i.e. singing in Aeolic, Epigr. ap. Sch.Pi.O.p.10D.
German (Pape)
[Seite 1180] = ἠχετικός, Welck. syllable epigr. 236, 4.
Greek (Liddell-Scott)
ἠχικός: -ή, -όν, (ἦχος) = ἠχητικός, Ἐπιγρ. ἐν Welck. Syll. 236. 4.
Greek Monolingual
ἠχικός, -ή, -όν (Α) ήχος
αυτός που παράγει ήχο, ηχητικός, αυτός που ψάλλει, μελωδός («ἠχικὸς Αἰολίδης» — αυτός που μελωδεί στην αιολική διάλεκτο, για τον Αλκαίο, Σχόλ. Πινδ.).