διπλασιεπιδίμοιρος: Difference between revisions

From LSJ

ποῖόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων → what a word has escaped the barrier of your teeth

Source
m (Text replacement - "1/2" to "½")
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=diplasiepidimoiros
|Transliteration C=diplasiepidimoiros
|Beta Code=diplasiepidi/moiros
|Beta Code=diplasiepidi/moiros
|Definition=[<b class="b3">δῐμ], ον,</b> <span class="bibl">Gaud.Harm. 10</span>, and διπλᾰσι-επιδῐμερής, ές, <span class="bibl">Nicom.<span class="title">Ar.</span>1.23</span>, <span class="bibl">2</span> <span class="bibl">2</span>/<span class="bibl">3</span> <span class="sense"><span class="bld">A</span> <b class="b2">times as great:</b></span>
|Definition=[<b class="b3">δῐμ], ον,</b> <span class="bibl">Gaud.Harm. 10</span>, and [[διπλασιεπιδιμερής]], ές, <span class="bibl">Nicom.<span class="title">Ar.</span>1.23</span>, <span class="bibl">2</span> <span class="bibl">2</span>/<span class="bibl">3</span> <span class="sense"><span class="bld">A</span> <b class="b2">times as great:</b></span>
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 10:34, 23 November 2021

English (LSJ)

[δῐμ], ον, Gaud.Harm. 10, and διπλασιεπιδιμερής, ές, Nicom.Ar.1.23, 2 2/3 A times as great:

Greek (Liddell-Scott)

διπλασιεπιδίμοιρος: -ον, καὶ επιδιμερής, ές, κατὰ 2 ⅔ φορὰς μεγαλείτερος· - διπλασιεπιδίτριτος, ον, κατὰ 2 ⅔ μεγαλείτερος· - διπλασιεπίεκτος, ον, κατὰ 2 ⅙ μεγαλείτερος· - διπλασιεπίπεμπτος, ον, κατὰ 2 1/5 μεγαλείτερος· - διπλασιεπιτέταρτος, ον, κατὰ 2 1/4 φορὰς μεγαλείτερος· - διπλασιεπιτετραμερής, ές, καὶ διπλασιεπιτετράπεμπτος, ον, κατὰ 2 4/5 φορὰς μεγαλείτερος· - διπλασιεπιτριμερής, ές, κατὰ 2 3/4 φορὰς μεγαλείτερος· - διπλασιεπίτριτος, ον, κατὰ 2 1/3 φορὰς μεγαλείτερος· - διπλασιεφήμισυς, υ, κατὰ 2 ½ φορὰς μεγαλείτερος· - ἅπαντα ταῦτα ἐν Ἀρχ. Μουσικ.

Spanish (DGE)

-ον
de proporción 2 ⅔ δ. (λόγος), ὃν ἔχει ὁ κδ πρὸς τὸν θ Gaud.Harm.10.