υστέρημα: Difference between revisions

From LSJ

Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας, καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι, ζωὴν χαρισάμενος → Christ is risen from the dead, trampling down death by death, and upon those in the tombs bestowing life

Source
m (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ")
m (Text replacement - "αὐτοῡ" to "αὐτοῦ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το / [[ὑστέρημα]], -ήματος, ΝΜΑ [[ὑστερῶ]]<br /><b>1.</b> [[έλλειψη]], [[έλλειμμα]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «από το ὑστέρημά μου» και «ἐκ τοῦ ὑστερήματος» — από εκείνο που [[μόλις]] μού φτάνει, που [[μόλις]] επαρκεί για την συντήρησἠ μου<br /><b>αρχ.</b><br />[[ένδεια]], [[ανάγκη]] («φοβήθητε τὸν κύριον πάντες οἱ ἄγιοι αὐτοῡ, ὅτι οὐκ ἔστιν [[ὑστέρημα]] τοῖς φοβουμένοις αὐτόν», ΠΔ).
|mltxt=το / [[ὑστέρημα]], -ήματος, ΝΜΑ [[ὑστερῶ]]<br /><b>1.</b> [[έλλειψη]], [[έλλειμμα]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «από το ὑστέρημά μου» και «ἐκ τοῦ ὑστερήματος» — από εκείνο που [[μόλις]] μού φτάνει, που [[μόλις]] επαρκεί για την συντήρησἠ μου<br /><b>αρχ.</b><br />[[ένδεια]], [[ανάγκη]] («φοβήθητε τὸν κύριον πάντες οἱ ἄγιοι αὐτοῦ, ὅτι οὐκ ἔστιν [[ὑστέρημα]] τοῖς φοβουμένοις αὐτόν», ΠΔ).
}}
}}

Latest revision as of 19:15, 1 January 2022

Greek Monolingual

το / ὑστέρημα, -ήματος, ΝΜΑ ὑστερῶ
1. έλλειψη, έλλειμμα
2. φρ. «από το ὑστέρημά μου» και «ἐκ τοῦ ὑστερήματος» — από εκείνο που μόλις μού φτάνει, που μόλις επαρκεί για την συντήρησἠ μου
αρχ.
ένδεια, ανάγκη («φοβήθητε τὸν κύριον πάντες οἱ ἄγιοι αὐτοῦ, ὅτι οὐκ ἔστιν ὑστέρημα τοῖς φοβουμένοις αὐτόν», ΠΔ).