κορυνιόεις: Difference between revisions

From LSJ

ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself

Source
m (Text replacement - " v.l. " to " v.l. ")
m (Text replacement - "v. l." to "v.l.")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''κορῡνιόεις:''' όεσσα, όεν (pl. n κορυνιόεντα - v. l. κορωνιόωντα) растущий пучком, кистеобразный (πέτηλα Hes.).
|elrutext='''κορῡνιόεις:''' όεσσα, όεν (pl. n κορυνιόεντα - [[varia lectio|v.l.]] κορωνιόωντα) растущий пучком, кистеобразный (πέτηλα Hes.).
}}
}}

Revision as of 11:40, 9 January 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κορῡνιόεις Medium diacritics: κορυνιόεις Low diacritics: κορυνιόεις Capitals: ΚΟΡΥΝΙΟΕΙΣ
Transliteration A: korynióeis Transliteration B: korynioeis Transliteration C: korynioeis Beta Code: korunio/eis

English (LSJ)

εσσα, εν, A knobby, πέτηλα v.l. for κορωνιόωντα, Hes.Sc. 289.

Greek (Liddell-Scott)

κορῠνιόεις: -εσσα, εν, ὅμοιος κορύνῃ, ἴδε Λοβ. Rhemat. 180.

Greek Monolingual

κορυνιόεις, -εσσα, -εν (Α)
αυτός που μοιάζει με κορύνη, ροπαλοειδής («κορυνιόεντα πέτηλα», Ησίοδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για εσφ. παρλλ. τ. του κορωνιόεις].

Russian (Dvoretsky)

κορῡνιόεις: όεσσα, όεν (pl. n κορυνιόεντα - v.l. κορωνιόωντα) растущий пучком, кистеобразный (πέτηλα Hes.).