κριθάρι: Difference between revisions

From LSJ

ἐν πίθῳ ἡ κεραμεία γιγνομένη → trying to run before you can walk, the potter's art starting on a big jar

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (AM [[κριθάριον]], Μ και κριθάριν και [[κριθάρι]])<br /><b>1.</b> το [[φυτό]] [[κριθή]]<br /><b>2.</b> ο [[καρπός]] του φυτού [[αυτού]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κριθή]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άριον</i> ([[πρβλ]]. [[σιτάριον]], [[σωληνάριον]])].
|mltxt=[[κριθάρι]], το (AM [[κριθάριον]], Μ και [[κριθάριν]] και [[κριθάρι]])<br /><b>1.</b> το [[φυτό]] [[κριθή]]<br /><b>2.</b> ο [[καρπός]] του φυτού [[αυτού]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κριθή]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άριον</i> ([[πρβλ]]. [[σιτάριον]], [[σωληνάριον]])].
}}
}}

Latest revision as of 11:44, 1 February 2022

Greek Monolingual

κριθάρι, το (AM κριθάριον, Μ και κριθάριν και κριθάρι)
1. το φυτό κριθή
2. ο καρπός του φυτού αυτού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κριθή + κατάλ. -άριον (πρβλ. σιτάριον, σωληνάριον)].