σιτάριον
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
English (LSJ)
τό, Dim. of σῖτος, a little corn or bread, a bit of corn or breadstuff: sg., PCair.Zen.160.10 (iii B.C.), Plu.2.1097d: pl., Philem.98.3, PTeb.750.16 (ii B.C.), Plb.16.24.5; bits of food, Hp.Epid.3.17.ά.
German (Pape)
[Seite 884] τό, dim. von σῖτος, ein wenig Getreide, Brot; Pol. 16, 24, 5; Lucill. 81 (XI, 189); Plut. sec. Epic. 15.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
un peu de blé.
Étymologie: σῖτος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σιτάριον -ου, τό [σῖτος] beetje voedsel. Hp. Epid. 3.17.1.
Russian (Dvoretsky)
σῑτάριον: (ᾰ) τό немного хлеба или продовольствия Polyb., Plut., Anth.
Greek (Liddell-Scott)
σῑτάριον: τό, ὑποκορ. τοῦ σῖτος, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., ὀλίγος σῖτος, Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 12, Πλούτ. 2. 1097D· ὀλίγος ἄρτος, «ψωμάκι», Πολύβ. 16. 24, 5· ὀλίγη τροφή, Ἱππ. 1093G.
Greek Monolingual
τὸ, ΜΑ
βλ. σιτάρι.