σταχυολογέω: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
mNo edit summary
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=stachyologeo
|Transliteration C=stachyologeo
|Beta Code=staxuologe/w
|Beta Code=staxuologe/w
|Definition=<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[glean ears of corn]], Sch.<span class="bibl">Theoc.3.32</span>.</span>
|Definition=[[glean ears of corn]], Sch.Theoc.3.32.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''στᾰχυολογέω''': [[συλλέγω]] στάχυας σίτου, «σταχολογῶ», Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 3. 32, Σουΐδ.· καὶ -[[λογία]], ἡ Γλωσσ.
|lstext='''στᾰχυολογέω''': [[συλλέγω]] στάχυας σίτου, «[[σταχολογῶ]]», Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 3. 32, Σουΐδ.· καὶ [[σταχυολογία]], ἡ Γλωσσ.
}}
{{grml
|mltxt=[[σταχυολογῶ]], [[σταχυολογέω]], ΝΜΑ, και [[σταχολογώ]] Ν<br />[[μαζεύω]] στάχια<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[επιλέγω]] χαρακτηριστικά στοιχεία και αποσπάσματα από ένα ή περισσότερα [[κείμενα]], [[ερανίζομαι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στάχυς]], -<i>υος</i> <span style="color: red;">+</span> -[[λογώ]]].
}}
}}

Latest revision as of 09:17, 7 May 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στᾰχῠολογέω Medium diacritics: σταχυολογέω Low diacritics: σταχυολογέω Capitals: ΣΤΑΧΥΟΛΟΓΕΩ
Transliteration A: stachyologéō Transliteration B: stachyologeō Transliteration C: stachyologeo Beta Code: staxuologe/w

English (LSJ)

glean ears of corn, Sch.Theoc.3.32.

German (Pape)

[Seite 931] Aehren lesen, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

στᾰχυολογέω: συλλέγω στάχυας σίτου, «σταχολογῶ», Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 3. 32, Σουΐδ.· καὶ σταχυολογία, ἡ Γλωσσ.

Greek Monolingual

σταχυολογῶ, σταχυολογέω, ΝΜΑ, και σταχολογώ Ν
μαζεύω στάχια
νεοελλ.
επιλέγω χαρακτηριστικά στοιχεία και αποσπάσματα από ένα ή περισσότερα κείμενα, ερανίζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στάχυς, -υος + -λογώ].