βαλάντιο: Difference between revisions

From LSJ

μελετᾶν οὖν χρὴ τὰ ποιοῦντα τὴν εὐδαιμονίαν, εἴπερ παρούσης μὲν αὐτῆς πάντα ἔχομεν, ἀπούσης δὲ πάντα πράττομεν εἰς τὸ ταύτην ἔχειν → one must practice the things which produce happiness, since if that is present we have everything and if it is absent we do everything in order to have it | so we must exercise ourselves in the things which bring happiness, since, if that be present, we have everything, and, if that be absent, all our actions are directed toward attaining it

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (AM [[βαλάντιον]], Α και [[βαλλάντιον]])<br /><b>1.</b> [[σακούλι]] για χρήματα, [[πουγγί]]<br /><b>2.</b> χρηματικό [[ποσό]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Ίσως πρόκειται για λ. δάνεια από μία βορειοβαλκανική [[γλώσσα]] ([[πρβλ]]. λατ. <i>follis</i>)].
|mltxt=το (AM [[βαλάντιον]], Α και [[βαλλάντιον]])<br /><b>1.</b> [[σακούλι]] για χρήματα, [[πουγγί]]<br /><b>2.</b> χρηματικό [[ποσό]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Ίσως πρόκειται για λ. δάνεια από μία βορειοβαλκανική [[γλώσσα]] ([[πρβλ]]. λατ. <i>[[follis]]</i>)].
}}
}}

Latest revision as of 13:06, 4 June 2022

Greek Monolingual

το (AM βαλάντιον, Α και βαλλάντιον)
1. σακούλι για χρήματα, πουγγί
2. χρηματικό ποσό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ίσως πρόκειται για λ. δάνεια από μία βορειοβαλκανική γλώσσα (πρβλ. λατ. follis)].