ανθρωποπρεπής: Difference between revisions

From LSJ

Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.

Source
(4)
 
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀνθρωποπρεπής]] (-οῡς), -ές (AM)<br />αυτός που αρμόζει σε άνθρωπο.
|mltxt=[[ἀνθρωποπρεπής]] (-οῦς), -ές (AM)<br />αυτός που αρμόζει σε άνθρωπο.
}}
}}

Latest revision as of 19:50, 13 June 2022

Greek Monolingual

ἀνθρωποπρεπής (-οῦς), -ές (AM)
αυτός που αρμόζει σε άνθρωπο.