δεκαπλός: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' οὐκ οἰωνοῖσιν ἐρύσσατο κῆρα μέλαιναν → by no augury could he ward off black death

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $7$9")
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM δεκαπλοῡς, -η, -ουν)<br />ο [[δεκαπλάσιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δέκα]] <span style="color: red;">+</span> -[[πλους]] (για το β' συνθετικό [[πρβλ]]. [[απλούς]], [[<i></i>-<i>]])].
|mltxt=-ή, -ό (AM δεκαπλοῦς, -η, -ουν)<br />ο [[δεκαπλάσιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δέκα]] <span style="color: red;">+</span> -[[πλους]] (για το β' συνθετικό [[πρβλ]]. [[απλούς]], [[τριπλούς]])].
}}
}}

Latest revision as of 19:50, 13 June 2022

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM δεκαπλοῦς, -η, -ουν)
ο δεκαπλάσιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δέκα + -πλους (για το β' συνθετικό πρβλ. απλούς, τριπλούς)].