γαλίφης: Difference between revisions
From LSJ
Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)
(8) |
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και | |mltxt=και γαλοῦφος και γαλούφης, -α και -ω και γαλίφισσα, -ικο<br />ο [[κόλακας]], αυτός που προσπαθεί να πετύχει [[κάτι]] με κολακευτικά [[λόγια]] και υπερβολικές περιποιήσεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <b>ιταλ.</b> <i>gaglioffo</i> «[[αχρείος]], [[μωρός]], [[ουτιδανός]], [[ανίκανος]]»]. | ||
}} | }} |