τὴν ἐρημίαν τῶν κωλυσόντων ὁρῶν → seeing that there would be none to hinder him
και γαλοῦφος και γαλούφης, -α και -ω και γαλίφισσα, -ικο
ο κόλακας, αυτός που προσπαθεί να πετύχει κάτι με κολακευτικά λόγια και υπερβολικές περιποιήσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. gaglioffo «αχρείος, μωρός, ουτιδανός, ανίκανος»].