ευαστής: Difference between revisions

From LSJ

τὸ γὰρ μυστήριον ἤδη ἐνεργεῖται τῆς ἀνομίας· μόνον ὁ κατέχων ἄρτι ἕως ἐκ μέσου γένηται. (2Thess 2:7) → For the mystery of lawlessness is already at workjust at work until the one who is now constraining it is taken out.

Source
(14)
 
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὐαστής]], -οῡ και εὐάστης, -ου, ὁ (Α) [[ευάζω]]<br /><b>1.</b> αυτός που κράζει [[ευαί]], που βακχεύει<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «εὐαστὴς [[θεός]]» — ο [[Βάκχος]]<br />β) «εὐαστὴς [[θρίαμβος]]» — ο [[μικρός]] [[θρίαμβος]], ο [[εύας]].
|mltxt=[[εὐαστής]], -οῦ και εὐάστης, -ου, ὁ (Α) [[ευάζω]]<br /><b>1.</b> αυτός που κράζει [[ευαί]], που βακχεύει<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «εὐαστὴς [[θεός]]» — ο [[Βάκχος]]<br />β) «εὐαστὴς [[θρίαμβος]]» — ο [[μικρός]] [[θρίαμβος]], ο [[εύας]].
}}
}}

Latest revision as of 19:55, 13 June 2022

Greek Monolingual

εὐαστής, -οῦ και εὐάστης, -ου, ὁ (Α) ευάζω
1. αυτός που κράζει ευαί, που βακχεύει
2. φρ. α) «εὐαστὴς θεός» — ο Βάκχος
β) «εὐαστὴς θρίαμβος» — ο μικρός θρίαμβος, ο εύας.