Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

άπειμι: Difference between revisions

From LSJ

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3
(5)
 
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἄπειμι]] (AM) [[ειμί]]<br /><b>1.</b> βρίσκομαι [[μακριά]] από [[κάπου]]<br /><b>2.</b> δεν [[παρευρίσκομαι]] [[κάπου]], [[είμαι]] [[απών]]<br /><b>3.</b> [[λείπω]] ή δεν συνυπολογίζομαι<br /><b>4.</b> (η ευκτ.) <i>ἀπείη</i><br />ὃ μὴ γένοιτο<br /><b>5.</b> η [[μετοχή]] ενεστ. ([[απών]], <i>απούσα</i>, <i>απόν</i> αρχ. -μσν., ἀπών, ἀποῡσα, ἀπόν)<br />αυτός που απουσιάζει, που δεν [[είναι]] [[παρών]] [[κάπου]].———————— <b>(II)</b><br />[[ἄπειμι]] (AM) [[είμι]]<br /><b>1.</b> [[αποχωρώ]], [[φεύγω]]<br /><b>2.</b> [[βγαίνω]] απ' το [[σπίτι]] για να μετάσχω σε κάποια [[εκδήλωση]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>απρόσ.</b> <i>ἀπῄει</i><br />θα οδηγούσε στο να..., [[σχεδόν]] θα...<br /><b>αρχ.</b><br />[[δραπετεύω]] ή [[αυτομολώ]]<br /><b>2.</b> [[ξαναγυρίζω]], [[επιστρέφω]]<br /><b>3.</b> [[φεύγω]] για [[πάντα]], [[πεθαίνω]]<br /><b>4.</b> αποβάλλομαι, εκκρίνομαι.
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἄπειμι]] (AM) [[ειμί]]<br /><b>1.</b> βρίσκομαι [[μακριά]] από [[κάπου]]<br /><b>2.</b> δεν [[παρευρίσκομαι]] [[κάπου]], [[είμαι]] [[απών]]<br /><b>3.</b> [[λείπω]] ή δεν συνυπολογίζομαι<br /><b>4.</b> (η ευκτ.) <i>ἀπείη</i><br />ὃ μὴ γένοιτο<br /><b>5.</b> η [[μετοχή]] ενεστ. ([[απών]], <i>απούσα</i>, <i>απόν</i> αρχ. -μσν., ἀπών, ἀποῦσα, ἀπόν)<br />αυτός που απουσιάζει, που δεν [[είναι]] [[παρών]] [[κάπου]].<br /><b>(II)</b><br />[[ἄπειμι]] (AM) [[είμι]]<br /><b>1.</b> [[αποχωρώ]], [[φεύγω]]<br /><b>2.</b> [[βγαίνω]] απ' το [[σπίτι]] για να μετάσχω σε κάποια [[εκδήλωση]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>απρόσ.</b> <i>ἀπῄει</i><br />θα οδηγούσε στο να..., [[σχεδόν]] θα...<br /><b>αρχ.</b><br />[[δραπετεύω]] ή [[αυτομολώ]]<br /><b>2.</b> [[ξαναγυρίζω]], [[επιστρέφω]]<br /><b>3.</b> [[φεύγω]] για [[πάντα]], [[πεθαίνω]]<br /><b>4.</b> αποβάλλομαι, εκκρίνομαι.
}}
}}

Latest revision as of 20:00, 13 June 2022

Greek Monolingual

(I)
ἄπειμι (AM) ειμί
1. βρίσκομαι μακριά από κάπου
2. δεν παρευρίσκομαι κάπου, είμαι απών
3. λείπω ή δεν συνυπολογίζομαι
4. (η ευκτ.) ἀπείη
ὃ μὴ γένοιτο
5. η μετοχή ενεστ. (απών, απούσα, απόν αρχ. -μσν., ἀπών, ἀποῦσα, ἀπόν)
αυτός που απουσιάζει, που δεν είναι παρών κάπου.
(II)
ἄπειμι (AM) είμι
1. αποχωρώ, φεύγω
2. βγαίνω απ' το σπίτι για να μετάσχω σε κάποια εκδήλωση
μσν.
απρόσ. ἀπῄει
θα οδηγούσε στο να..., σχεδόν θα...
αρχ.
δραπετεύω ή αυτομολώ
2. ξαναγυρίζω, επιστρέφω
3. φεύγω για πάντα, πεθαίνω
4. αποβάλλομαι, εκκρίνομαι.