ενθυμίζω: Difference between revisions

From LSJ

Τάς θύρας, τάς θύρας. Ἐν σοφία πρόσχωμεν. → the doors, the doors, in wisdom let us attend | The doors! The doors! In wisdom, let us be attentive!

Source
(12)
 
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM ἐνθυμίζω)<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[θυμίζω]] [[κάτι]] σε κάποιον, [[φέρνω]] στον νου κάποιου, [[υπενθυμίζω]]<br /><b>μσν.</b><br />[[αναφέρω]], [[κάνω]] λόγο<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />(το μέσ.) <i>ενθυμίζομαι</i> μτγν. και μσν. τ. του [[ενθυμούμαι]]<br /><b>1.</b> «ενθυμιζόμενοι<br />λογιζόμενοι» ([[Σούδα]])<br /><b>2.</b> [[επιθυμώ]] [[κάτι]] («Ἀμισὸν ἐνθυμιζόμενος ἐπολέμησε», <b>Αππ.</b>).<br /><b>αρχ.</b><br />[[θυμάμαι]] (μόνο στον <b>Ησύχ.</b> «ἐνθύμιζε<br />ἐνθυμοῡ»).
|mltxt=(AM ἐνθυμίζω)<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[θυμίζω]] [[κάτι]] σε κάποιον, [[φέρνω]] στον νου κάποιου, [[υπενθυμίζω]]<br /><b>μσν.</b><br />[[αναφέρω]], [[κάνω]] λόγο<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />(το μέσ.) <i>ενθυμίζομαι</i> μτγν. και μσν. τ. του [[ενθυμούμαι]]<br /><b>1.</b> «ενθυμιζόμενοι<br />λογιζόμενοι» ([[Σούδα]])<br /><b>2.</b> [[επιθυμώ]] [[κάτι]] («Ἀμισὸν ἐνθυμιζόμενος ἐπολέμησε», <b>Αππ.</b>).<br /><b>αρχ.</b><br />[[θυμάμαι]] (μόνο στον <b>Ησύχ.</b> «ἐνθύμιζε<br />ἐνθυμοῦ»).
}}
}}

Latest revision as of 20:00, 13 June 2022

Greek Monolingual

(AM ἐνθυμίζω)
μσν.- νεοελλ.
θυμίζω κάτι σε κάποιον, φέρνω στον νου κάποιου, υπενθυμίζω
μσν.
αναφέρω, κάνω λόγο
αρχ.-μσν.
(το μέσ.) ενθυμίζομαι μτγν. και μσν. τ. του ενθυμούμαι
1. «ενθυμιζόμενοι
λογιζόμενοι» (Σούδα)
2. επιθυμώ κάτι («Ἀμισὸν ἐνθυμιζόμενος ἐπολέμησε», Αππ.).
αρχ.
θυμάμαι (μόνο στον Ησύχ. «ἐνθύμιζε
ἐνθυμοῦ»).