λοξώνω: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ποταμοὺς τινας διαβάντες ἐν μεγίστῃ παρεγινόμεθα κώμῃ → and having crossed some rivers we reached a very large village

Source
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM λοξῶ, -όω, Μ και [[λοξώνω]]) [[λοξός]]<br />[[κάνω]] [[κάτι]] λοξό, [[λοξεύω]] («ἱκανῶς ἂν καὐτὴ λοξοῑτο ἀπὸ τοῦ μεσημβρινοῡ σημείου πρὸς τὴν ἑσπέραν», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[ρίχνω]] [[κάτι]] [[πλάγια]].
|mltxt=(AM λοξῶ, -όω, Μ και [[λοξώνω]]) [[λοξός]]<br />[[κάνω]] [[κάτι]] λοξό, [[λοξεύω]] («ἱκανῶς ἂν καὐτὴ λοξοῑτο ἀπὸ τοῦ μεσημβρινοῦ σημείου πρὸς τὴν ἑσπέραν», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[ρίχνω]] [[κάτι]] [[πλάγια]].
}}
}}

Revision as of 20:05, 13 June 2022

Greek Monolingual

(AM λοξῶ, -όω, Μ και λοξώνω) λοξός
κάνω κάτι λοξό, λοξεύω («ἱκανῶς ἂν καὐτὴ λοξοῑτο ἀπὸ τοῦ μεσημβρινοῦ σημείου πρὸς τὴν ἑσπέραν», Στράβ.)
αρχ.
ρίχνω κάτι πλάγια.