κούρσος: Difference between revisions

From LSJ

ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα καὶ σκιὰ μόνον → human being is only a breath and a shadow, man is but a breath and a shadow

Source
(21)
 
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (Μ κοῡρσος και κρούσος και κοῡρσον, τὸ, και κοῡρσος, ὁ)<br /><b>1.</b> ληστρική [[επιδρομή]], [[λεηλασία]]<br /><b>2.</b> πολεμική [[λεία]], [[λάφυρο]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> ληστρική [[συμμορία]]<br /><b>2.</b> [[αρπαγή]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[βάνω]] κοῡρσος» — [[λεηλατώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>cursus</i>].
|mltxt=το (Μ κοῦρσος και κρούσος και κοῦρσον, τὸ, και κοῦρσος, ὁ)<br /><b>1.</b> ληστρική [[επιδρομή]], [[λεηλασία]]<br /><b>2.</b> πολεμική [[λεία]], [[λάφυρο]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> ληστρική [[συμμορία]]<br /><b>2.</b> [[αρπαγή]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[βάνω]] κοῦρσος» — [[λεηλατώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>cursus</i>].
}}
}}

Latest revision as of 20:05, 13 June 2022

Greek Monolingual

το (Μ κοῦρσος και κρούσος και κοῦρσον, τὸ, και κοῦρσος, ὁ)
1. ληστρική επιδρομή, λεηλασία
2. πολεμική λεία, λάφυρο
μσν.
1. ληστρική συμμορία
2. αρπαγή
3. φρ. «βάνω κοῦρσος» — λεηλατώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. cursus].