βάνω

From LSJ

ἡδονήν, μέγιστον κακοῦ δέλεαρpleasure, the greatest incitement to evildoing | pleasure, a most mighty lure to evil | pleasure, the great bait to evil

Source

Greek Monolingual

βάνω)
1. (για το βλέμμα) ρίχνω, στρέφω
2. (για κτήριο) χτίζω
3. (για ενδύματα και όπλα) φορώ
4. φρ. «βάνω στον νου μου», «βάνει ο λογισμός» κ.λπ.
σκέπτομαι, θυμάμαι
νεοελλ.
Ι. ενεργ.
1. ρίχνω κάτω, καταβάλλω
2. ρίχνω, εκτοξεύω
3. ρίχνω κάτι μέσα σε κάτι άλλο, ανακατεύω
4. κερνώ
5. τοποθετώ
6. φυτεύω ή σπέρνω
7. διορίζω
8. συμπεριλαμβάνω
9. φρ. «βάνω το κεφάλι μου» ή «τον εαυτό μου» — ριψοκινδυνεύω, θυσιάζω
II. μέσ.
1. εντείνω τις δυνάμεις μου για να πετύχω κάτι
2. επιχειρώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος ενεστωτικός τύπος του βάλλω < βάλνω < αρχ. βάλλω (πρβλ. σφάνω < σφάλνω < σφάλλω). Η ετυμολ. < αρχ. βαίνω, με επίδραση του βάλλω δεν φαίνεται πειστική].