πρυμνούχος: Difference between revisions

From LSJ

χρόνος ἐστὶ δάνος, τὸ ζῆν πικρός ἐσθ' ὁ δανίσας → time is a loan, and he who lent you life is a hard creditor | time is on loan and life's lender is a prick

Source
(35)
 
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> (για [[σχοινί]]) αυτός που συγκρατεί την [[πρύμνη]] του πλοίου («πρυμνοῡχος [[κάλος]]», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>2.</b> (για την [[ξηρά]]) αυτός που κρατά τα πλοία, τον στόλο («πρυμνοῡχον Αὖλιν», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πρύμνη]] <span style="color: red;">+</span> -<i>οῦχος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ἔχω</i>)].
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> (για [[σχοινί]]) αυτός που συγκρατεί την [[πρύμνη]] του πλοίου («πρυμνοῦχος [[κάλος]]», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>2.</b> (για την [[ξηρά]]) αυτός που κρατά τα πλοία, τον στόλο («πρυμνοῦχον Αὖλιν», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πρύμνη]] <span style="color: red;">+</span> -<i>οῦχος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ἔχω</i>)].
}}
}}

Latest revision as of 20:25, 13 June 2022

Greek Monolingual

-ον, Α
1. (για σχοινί) αυτός που συγκρατεί την πρύμνη του πλοίου («πρυμνοῦχος κάλος», Ανθ. Παλ.)
2. (για την ξηρά) αυτός που κρατά τα πλοία, τον στόλο («πρυμνοῦχον Αὖλιν», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρύμνη + -οῦχος (< ἔχω)].