συντέλεση: Difference between revisions

From LSJ

λύχνον μεθ᾿ ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων “ἄνθρωπον ζητῶ” → He lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, “I am looking for a human

Source
m (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ")
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η / [[συντέλεσις]], -έσεως, ΝΑ [[συντελώ]]<br /><b>1.</b> [[αποπεράτωση]] («[[συντέλεσις]] τοῦ ναοῡ», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[τερματισμός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[πραγματοποίηση]].
|mltxt=η / [[συντέλεσις]], -έσεως, ΝΑ [[συντελώ]]<br /><b>1.</b> [[αποπεράτωση]] («[[συντέλεσις]] τοῦ ναοῦ», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[τερματισμός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[πραγματοποίηση]].
}}
}}

Latest revision as of 20:30, 13 June 2022

Greek Monolingual

η / συντέλεσις, -έσεως, ΝΑ συντελώ
1. αποπεράτωσησυντέλεσις τοῦ ναοῦ», επιγρ.)
2. τερματισμός
νεοελλ.
πραγματοποίηση.