έφηλος: Difference between revisions

From LSJ

ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones

Source
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
m (Text replacement - "οῑσι" to "οῖσι")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἔφηλος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> καρφωμένος σε [[κάτι]]<br /><b>2.</b> (για [[μάτι]]) αυτός που έχει [[λευκό]] [[στίγμα]]<br />[[επίσης]] για [[πρόσωπο]] που έχει [[λευκό]] [[στίγμα]] στα μάτια («ὀφθαλμοῑσιν [[ἔφηλος]]», Μέγα Ετυμολογικόν)<br /><b>3.</b> αυτός που έχει εφηλίδες, φακίδες στο πρόσωπό του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[ἧλος]] «[[καρφί]]»].
|mltxt=[[ἔφηλος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> καρφωμένος σε [[κάτι]]<br /><b>2.</b> (για [[μάτι]]) αυτός που έχει [[λευκό]] [[στίγμα]]<br />[[επίσης]] για [[πρόσωπο]] που έχει [[λευκό]] [[στίγμα]] στα μάτια («ὀφθαλμοῖσιν [[ἔφηλος]]», Μέγα Ετυμολογικόν)<br /><b>3.</b> αυτός που έχει εφηλίδες, φακίδες στο πρόσωπό του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[ἧλος]] «[[καρφί]]»].
}}
}}

Latest revision as of 09:40, 18 June 2022

Greek Monolingual

ἔφηλος, -ον (Α)
1. καρφωμένος σε κάτι
2. (για μάτι) αυτός που έχει λευκό στίγμα
επίσης για πρόσωπο που έχει λευκό στίγμα στα μάτια («ὀφθαλμοῖσιν ἔφηλος», Μέγα Ετυμολογικόν)
3. αυτός που έχει εφηλίδες, φακίδες στο πρόσωπό του.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < επί + ἧλος «καρφί»].